- δικατάληκτος
- -ο (AM δικατάληκτος, -ον)γραμμ.1. αυτός που έχει δύο καταλήξεις («δικατάληκτον ἴς και ἴν»)2. «δικατάληκτο επίθετο» — αυτό που έχει κοινή κατάληξη για το αρσ. και θηλ. γένος και διαφορετική για το ουδ. (π.χ. «ένδοξος, -ον»)3. (μετρ.) ο συνθεμένος από δύο καταληκτικά μέτρα.
Dictionary of Greek. 2013.