δικατάληκτος

δικατάληκτος
-ο (AM δικατάληκτος, -ον)
γραμμ.
1. αυτός που έχει δύο καταλήξεις («δικατάληκτον ἴς και ἴν»)
2. «δικατάληκτο επίθετο» — αυτό που έχει κοινή κατάληξη για το αρσ. και θηλ. γένος και διαφορετική για το ουδ. (π.χ. «ένδοξος, -ον»)
3. (μετρ.) ο συνθεμένος από δύο καταληκτικά μέτρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δικατάληκτος — η, ο 1. λέξη με δύο καταλήξεις. 2. για επίθετα, αυτά που έχουν κοινή κατάληξη για το αρσενικό και το θηλυκό γένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικατάληκτον — δικατάληκτος having two masc/fem acc sg δικατάληκτος having two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαταλήκτοις — δικατάληκτος having two masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαταλήκτων — δικατάληκτος having two masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικατάληκτα — δικατάληκτος having two neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαταληξία — δικαταληξία, η (Α) γραμμ. [δικατάληκτος] η ύπαρξη δύο καταλήξεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”